παρέγχυμα

παρέγχυμα
παρέγ-χῠμα, ατος, τό,
A anything poured in beside, name given by Erasistratus to the peculiar substance of the lungs, liver, kidneys, and spleen, as if formed separately by the veins that run into them, the word σάρξ being used of the muscular flesh, Gal.14.697, Alex.Aphr.Pr.2.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρέγχυμα — anything poured in beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέγχυμα — Ο θεμελιώδης ιστός των ανώτερων φυτών. Πολλά τμήματα των φυτών, όπως η εντεριώνη, ο φλοιός και το μεσόφυλλο, αποτελούνται κυρίως από π. Τα κύτταρά του, δηλαδή τα παρεγχυματικά κύτταρα, είναι συνήθως ισοδιαμετρικά, με ζωντανό πρωτόπλασμα, αφήνουν… …   Dictionary of Greek

  • παρέγχυμα — το, ατος (ανατομ.), ιστός των σπλάχνων ή των διάφορων μερών του φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεγχύμασιν — παρέγχυμα anything poured in beside neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγχύματα — παρέγχυμα anything poured in beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγχύματι — παρέγχυμα anything poured in beside neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγχύματος — παρέγχυμα anything poured in beside neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • παρεγχυματώδης — ες 1. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που είναι πλούσιος σε παρέγχυμα («παρεγχυματώδη όργανα» οι πνεύμονες, το πάγκρεας κ.ά.) 2. (για νόσο ή βλάβη) αυτός που αναφέρεται στο παρέγχυμα («παρεγχυματώδης νεφρίτιδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, ατος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Parénquima — (Del gr. parenkhyma, sustancia orgánica.) ► sustantivo masculino 1 BOTÁNICA Tejido vegetal formado por células de forma esférica o cúbica y separadas entre sí por unos espacios huecos. 2 ANATOMÍA Tejido glandular en los animales. * * * parénquima …   Enciclopedia Universal

  • παρεγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρέγχυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”